-
1 ἐπίσχεσις
A checking, stoppage, ἐξ ἐπισχέσιος after an abatement of fever, Hp.Epid.1.7 ;ἐπισχέσεις γενέσεως Pl.Lg. 740d
; ;ἀναπνοῆς Gal.7.175
;τῆς φωνῆς Plu.Demetr.38
;πολέμου Id.Alc.18
;τῶν ἀδικούντων Arr.Epict.2.20.23
.2 delay, reluctance,ἐπεὶ οὔ τις ἐπίσχεσις οὐδ' ἐλεητύς Od.17.451
; ἡ ἐν τῇ Ὁἰνόῃ ἐ. delay or lingering there, Th.2.18, cf. PCair.Zen.283.5 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίσχεσις
См. также в других словарях:
επίσχεση — η (Α ἐπίσχεσις) [επέχω] 1. παρεμπόδιση, σταμάτημα, συγκράτηση («ἐπίσχεσις γενέσεώς ἐστι», Πλάτ.) 2. ιατρ. έλλειψη ή κατάπαυση φυσιολογικής ρύσεως («επίσχεση τών ούρων») νεοελλ. 1. (νομ.) α) η συνέχιση τής φυλακίσεως τού οφειλέτη και μετά την… … Dictionary of Greek